- Ἀραβική
- ἈραβικόςArabiafem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αραβική χερσόνησος — Χερσόνησος (3.000.000 τ. χλμ., 48.000.000 κάτ. το 2000) της νοτιοδυτικής Ασίας, περιοχή άξενη και ανεξιχνίαστη, που για πολύ καιρό εξακολούθησε να περιβάλλεται από μυστήριο, όπως και οι κάτοικοί της, οι Άραβες. Γιαζιράτ αλ Αράμπ (νησί των… … Dictionary of Greek
Ἀραβικῇ — Ἀραβικός Arabia fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αραβική έρημος — Βραχώδης έρημος της βορειοανατολικής Αφρικής που εκτείνεται μεταξύ της κοιλάδας του ποταμού Νείλου και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Πρόκειται για οροπέδιο με αρχαϊκή κρυσταλλοσχιστώδη σύσταση, που καλύπτεται από στρώματα ασβεστόλιθου και… … Dictionary of Greek
Αραβική θάλασσα — Εκτεταμένος βραχίονας του Ινδικού ωκεανού, μεταξύ της Ινδίας, της Αραβικής χερσονήσου και των ακτών της Σομαλίας· τα όριά της με τον ανοιχτό ωκεανό δεν είναι σαφώς καθορισμένα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της θάλασσας είναι τα ρεύματα, που… … Dictionary of Greek
μουφτής — Αραβική λέξη (μούφτι), που την πήραν οι Τούρκοι (μουφτί) και από αυτούς οι Έλληνες. Σημαίνει κατά λέξη «αυτός που εκδίδει φετβά» (δηλαδή δικαστική απόφαση) και χαρακτηρίζει τον νομομαθή στον οποίο μπορεί να αποταθεί ένας ιδιώτης, μια κοινότητα ή… … Dictionary of Greek
Αγλαβίδες — Αραβική δυναστεία που κυριάρχησε στην Τυνησία και στο μεγαλύτερο τμήμα της βόρειας Αφρικής από το 800 έως το 909. Ιδρυτής της δυναστείας, στον οποίο οφείλει και το όνομά της, ήταν ο κυβερνήτης της βόρειας Αφρικής (765 767) Αλ Αγλάμπ ιμπν Ιμπραήμ … Dictionary of Greek
Αλιλάτ — Αραβική ονομασία της ουράνιας Αφροδίτης, σύμφωνα με μαρτυρία του Ηροδότου. Η θεά αυτή λατρευόταν από τους Άραβες παράλληλα με τον Διόνυσο (Οροτάλ). Στον αποκρυφισμό, η Α. ταυτίζεται με τη Σελήνη, κάτι που δικαιολογείται, αφού ανέκαθεν οι θηλυκές… … Dictionary of Greek
Αλντεμπαράν — Αραβική ονομασία του Λαμπαδία (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
αχιτναμές ή αχτναμές — Αραβική λέξη που σημαίνει συμφωνητικό, συνθήκη. Ιδιαίτερη σημασία για την ορθόδοξη εκκλησία έχει ο α. που εκδόθηκε το 638 μ.Χ. από τον χαλίφη Ομάρ Ιμπν Αλ Χατάπ, που αναγνώριζε την κατοχή των Αγίων Τόπων στο ορθόδοξο πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ… … Dictionary of Greek
Γκίρζα — Αραβική ονομασία της στρατιωτικής βάσης που είχαν εγκαταστήσει οι Ρωμαίοι στην Τριπολίτιδα τον 3o αι. μ.Χ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δύο νεκροπόλεις που ανασκάφτηκαν εκεί, με σημαντικά ευρήματα αγαλμάτων και αναγλύφων … Dictionary of Greek